- δυσκινησία
- η1. δυσκολία στην κίνηση: Μετά το ατύχημα απόκτησε δυσκινησία.2. μτφ., νωθρότητα, οκνηρία, ραθυμία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δυσκινησία — η (Α δυσκινησία και ιων. δυσκινησίη) δυσκολία στην κίνηση νεοελλ. 1. νωθρότητα, νωχέλεια 2. ιατρ. α) δυσχέρεια κίνησης λόγω κινητικής ασυνεργείας που οφείλεται σε ατελή παράλυση β) ανωμαλία τής σύσπασης τής μήτρας στον τοκετό γ) φρ. «δυσκινησία… … Dictionary of Greek
βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που … Dictionary of Greek
δυστραπελία — και δυστραπελεία, η (Α) 1. δυσκολία, δυσκινησία 2. (για έδαφος) κακοτοπιά … Dictionary of Greek
λουμπάγκο — Πόνος στο κάτω μέρος της πλάτης που συνοδεύεται από δυσκαμψία, δυσκινησία και μυϊκό σπασμό. Είναι αιφνιδιαστικός και οξύς και εισβάλλει, όταν ο ασθενής λυγίζει τη μέση του, σηκώνει βάρος ή εκτίθεται σε υγρασία και κρύο. Συνήθως οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
μαχμουρλίκι — το 1. η κατάσταση τού μαχμουρλή, ακεφιά ή δυσθυμία μετά τον ύπνο, υπνηλία 2. (κατ επέκτ.) βραδύτητα, νωθρότητα, δυσκινησία, βαρυθυμιά («με το μαχμουρλίκι που τόν χαρακτηρίζει δεν πρόκειται να βρει ποτέ δουλειά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mahmurluk] … Dictionary of Greek
νωθρότητα — η (Α νωθρότης) [νωθρός] 1. δυσκινησία, βραδύτητα, οκνηρία, χαυνότητα 2. πνευματική αμβλύνοια … Dictionary of Greek
παχύτητα — η / παχύτης, ητος, ΝΜΑ [παχύς] (για πρόσ. και ζώα) παχυσαρκία, ευσαρκία, πάχος νεοελλ. αρχ. 1. το πάχος ενός πράγματος, ο όγκος, το χόντρος 2. (για υγρά) πυκνότητα, η παχιά σύσταση, το παχύρρευστο 3. μτφ. η νωθρότητα στο πνεύμα, ηλιθιότητα, μωρία … Dictionary of Greek
σκληροφθαλμία — ἡ, Α [σκληρόφθαλμος] παθολογική σκλήρυνση τών οφθαλμών που έχει ως αποτέλεσμα τη δυσκινησία ή και την ακινησία τους … Dictionary of Greek
αποδεικτική διαδικασία — Η διαδικασία συλλογής του αποδεικτικού υλικού για μία δίκη. Περιλαμβάνει τον τρόπο και τα μέσα. Ειδικά στην πολιτική δικονομία, η α.δ. είναι το σύνολο των δικαστικών πράξεων που γίνονται από τους διαδίκους και από το δικαστήριο με σκοπό να… … Dictionary of Greek
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek